- θυμιατήρι
- Ειδικό μεταλλικό σκεύος, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα (συνήθως λιβάνι) κατά τη διάρκεια του θυμιατίσματος των ιερών εικόνων ναών και σπιτιών ή του εκκλησιάσματος. Στην απλή μορφή του, όπως αυτή που χρησιμοποιείται κυρίως στα σπίτια, έχει σχήμα κυπέλλου με κάλυμμα. Ως λειτουργικό σκεύος είναι φορητό, αλλά έχει μεγαλύτερο μέγεθος και αλυσίδες. Το θ. ήταν γνωστό και στην αρχαιότητα, οπότε μπορούσε να είναι και ακίνητο. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ανατολικοί λαοί. Τα ακίνητα θ. της αρχαιότητας ήταν κατασκευασμένα από μάρμαρο, πηλό ή μέταλλο. Χρήση θ. γινόταν και στον ιουδαϊκό ναό, από όπου πέρασε στη χριστιανική εκκλησία (χρυσά, χάλκινα, επιχρυσωμένα ή ασημένια). Το θ. λέγεται και θυμιατόλιβανιστήρι.
Θυμιατήρι του 1120 (Μουσείο Γκανγκνέουνγκ της Σεούλ, Νότια Κορέα).
Dictionary of Greek. 2013.