θυμιατήρι

θυμιατήρι
Ειδικό μεταλλικό σκεύος, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα (συνήθως λιβάνι) κατά τη διάρκεια του θυμιατίσματος των ιερών εικόνων ναών και σπιτιών ή του εκκλησιάσματος. Στην απλή μορφή του, όπως αυτή που χρησιμοποιείται κυρίως στα σπίτια, έχει σχήμα κυπέλλου με κάλυμμα. Ως λειτουργικό σκεύος είναι φορητό, αλλά έχει μεγαλύτερο μέγεθος και αλυσίδες. Το θ. ήταν γνωστό και στην αρχαιότητα, οπότε μπορούσε να είναι και ακίνητο. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ανατολικοί λαοί. Τα ακίνητα θ. της αρχαιότητας ήταν κατασκευασμένα από μάρμαρο, πηλό ή μέταλλο. Χρήση θ. γινόταν και στον ιουδαϊκό ναό, από όπου πέρασε στη χριστιανική εκκλησία (χρυσά, χάλκινα, επιχρυσωμένα ή ασημένια). Το θ. λέγεται και θυμιατόλιβανιστήρι. Θυμιατήρι του 1120 (Μουσείο Γκανγκνέουνγκ της Σεούλ, Νότια Κορέα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυμιατήρι — θυμιατήρι, το και θυμιαστήρι, το ειδικό εκκλησιαστικό σκεύος στο οποίο καίγεται το λιβάνι και με το οποίο θυμιατίζει ο παπάς τους πιστούς και τις εικόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήσκιον — θήσκιον, τὸ (Α) πάπ. θυμιατήρι, θυΐσκη* …   Dictionary of Greek

  • θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] …   Dictionary of Greek

  • θυΐσκη — θυΐσκη, ἡ (Α) [θύος] θυμιατήρι, λιβανιστήρι …   Dictionary of Greek

  • θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για …   Dictionary of Greek

  • θυμιατρίς — θυμιατρίς, ίδος ἡ (Μ) [θυμιώ] το θυμιατήρι …   Dictionary of Greek

  • καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο …   Dictionary of Greek

  • κιχητός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) σκεύος στο οποίο τοποθετείται ο λιβανωτός, θυμιατήρι …   Dictionary of Greek

  • λιβανηστήρι — και λιβανιστήριο(ν), το [λιβανίζω] 1. σκεύος μέσα στο οποίο καίμε λιβάνι για να λιβανίζουμε, θυμιατό, θυμιατήρι 2. φρ. «άρχισε πάλι το λιβανιστήρι» άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει ενοχλητικά τα ίδια και τα ίδια …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”